Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Κουρουνοχώρι τα Κουρουνοχώρια
      γενική του Κουρουνοχωρίου των Κουρουνοχωρίων
    αιτιατική το Κουρουνοχώρι τα Κουρουνοχώρια
     κλητική Κουρουνοχώρι Κουρουνοχώρια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κουρουνοχώρι < κουρούν(α) + -ο- + -χώρι

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κουρουνοχώρι ουδέτερο (παλιότερα Κουρουνοχώριον)

  Μεταφράσεις επεξεργασία