Κουλίτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Κουλίτσα | οι | Κουλίτσες |
γενική | της | Κουλίτσας | — | |
αιτιατική | την | Κουλίτσα | τις | Κουλίτσες |
κλητική | Κουλίτσα | Κουλίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κουλίτσα < Κούλ(α) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kuˈli.t͡sa/
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚουλίτσα θηλυκό
- υποκοριστικό, χαϊδευτικό γυναικείο όνομα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Κούλα
Κουλίτσα
|