↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κουλίτσα οι Κουλίτσες
      γενική της Κουλίτσας
    αιτιατική την Κουλίτσα τις Κουλίτσες
     κλητική Κουλίτσα Κουλίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Κουλίτσα < Κούλ(α) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kuˈli.t͡sa/

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κουλίτσα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Κούλα