Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kuˈve.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κου‐βέ‐λα

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
Κουβέλα < γενική ενικού του αρσενικού Κουβέλας

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κουβέλα θηλυκό (αρσενικό Κουβέλας)

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κουβέλα οι Κουβέλες
      γενική της Κουβέλας
    αιτιατική την Κουβέλα τις Κουβέλες
     κλητική Κουβέλα Κουβέλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Κουβέλα < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κουβέλα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταγραφές

επεξεργασία