Κορμακίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Κορμακίτης < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚορμακίτης αρσενικό
- Χωριό της Κύπρου στο κατεχόμενο από τους Τούρκους τμήμα της (Επαρχία Κερύνειας).
Μεταφράσεις
επεξεργασία Κορμακίτης
|