Κονιάρης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κονιάρης αρσενικό
- (παρωχημένο, πατριδωνυμικό, ιστορία) ο απόγονος Τούρκος εποίκων στην ηπειρωτική Ελλάδα κατά την εποχή της τουρκοκρατίας
- ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Κονιάρη)
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταγραφές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- Κονιάρης - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Αναφέρεται από ορισμένους και προέλευση από τη λέξη Κόνια, από την τουρκική Konya για το Ικόνιο, δηλ. ο Τούρκος κάτοικος περιοχών της Ελλάδας που, σύμφωνα με αυτήν την εκδοχή, είχε καταγωγή από το Ικόνιο της Μικράς Ασίας. Χρ. Α. Στασινόπουλος. Λεξικό της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, τόμ. 3. [Αθήνα]: Εκδόσεις Δεδεμάση, χ.χ.έ., σ. 8.