Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κονιάρης οι Κονιάρηδες
      γενική του Κονιάρη των Κονιάρηδων
    αιτιατική τον Κονιάρη τους Κονιάρηδες
     κλητική Κονιάρη Κονιάρηδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κονιάρης < μεσαιωνική ελληνική Κοϊνάρης < σλαβική konjar (ιππέας)[1]

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κονιάρης αρσενικό

  1. (παρωχημένο, πατριδωνυμικό, ιστορία) ο απόγονος Τούρκος εποίκων στην ηπειρωτική Ελλάδα κατά την εποχή της τουρκοκρατίας
  2. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Κονιάρη)

Δείτε επίσης επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Αναφέρεται από ορισμένους και προέλευση από τη λέξη Κόνια, από την τουρκική Konya για το Ικόνιο, δηλ. ο Τούρκος κάτοικος περιοχών της Ελλάδας που, σύμφωνα με αυτήν την εκδοχή, είχε καταγωγή από το Ικόνιο της Μικράς Ασίας. Χρ. Α. Στασινόπουλος. Λεξικό της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, τόμ. 3. [Αθήνα]: Εκδόσεις Δεδεμάση, χ.χ.έ., σ. 8.