Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κοϊνάρης < → δείτε το επώνυμο Κονιάρης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κοϊνάρης αρσενικό

  1. (παρωχημένο, πατριδωνυμικό, ιστορία) μέλος κατηγορίας Τούρκων εποίκων της Ελλάδας (πληθυντικός: οι Κοϊνάροι)[1]
  2. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό: Κοϊνάρη)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κοϊνάρης οι Κοϊνάρηδες
      γενική του Κοϊνάρη των Κοϊνάρηδων
    αιτιατική τον Κοϊνάρη τους Κοϊνάρηδες
     κλητική Κοϊνάρη Κοϊνάρηδες
αυτή είναι η κλίση του επωνύμου
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Μεταγραφές επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Κονιάρης Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].