Κομπονάδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Κομπονάδα | οι | Κομπονάδες |
γενική | της | Κομπονάδας | των | Κομπονάδων |
αιτιατική | την | Κομπονάδα | τις | Κομπονάδες |
κλητική | Κομπονάδα | Κομπονάδες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κομπονάδα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kom.boˈna.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κο‐μπο‐νά‐δα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚομπονάδα θηλυκό