Κοκκινοεκκλησιές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | Κοκκινοεκκλησιές | ||
γενική | των | Κοκκινοεκκλησιών | ||
αιτιατική | τις | Κοκκινοεκκλησιές | ||
κλητική | Κοκκινοεκκλησιές | |||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ko.ci.no.e.kliˈsçes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κοκ‐κι‐νο‐εκ‐κλη‐σιές
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κοκκινοεκκλησιές θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κοκκινοεκκλησιές