Κικίτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Κικίτσα | οι | Κικίτσες |
γενική | της | Κικίτσας | — | |
αιτιατική | την | Κικίτσα | τις | Κικίτσες |
κλητική | Κικίτσα | Κικίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κικίτσα < Κικ(ή) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ciˈci.t͡sa/
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚικίτσα θηλυκό
- υποκοριστικό, χαϊδευτικό γυναικείο όνομα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Κική
Κικίτσα
|