Κηπουρός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Κηπουρός < κηπουρός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ci.puˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κη‐που‐ρός
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚηπουρός αρσενικό (θηλυκό Κηπουρού)
![]() |
Κηπουρός αρσενικό (θηλυκό Κηπουρού)