Καφήρειος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό & θηλυκό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | Καφήρειος | ἡ | Καφηρείᾱ | τὸ | Καφήρειον |
γενική | τοῦ/τῆς | Καφηρείου | τῆς | Καφηρείᾱς | τοῦ | Καφηρείου |
δοτική | τῷ/τῇ | Καφηρείῳ | τῇ | Καφηρείᾳ | τῷ | Καφηρείῳ |
αιτιατική | τὸν/τὴν | Καφήρειον | τὴν | Καφηρείᾱν | τὸ | Καφήρειον |
κλητική ὦ! | Καφήρειε | Καφηρείᾱ | Καφήρειον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | Καφήρειοι | αἱ | Καφήρειαι | τὰ | Καφήρειᾰ |
γενική | τῶν | Καφηρείων | τῶν | Καφηρείων | τῶν | Καφηρείων |
δοτική | τοῖς/ταῖς | Καφηρείοις | ταῖς | Καφηρείαις | τοῖς | Καφηρείοις |
αιτιατική | τοὺς/τὰς | Καφηρείους | τὰς | Καφηρείᾱς | τὰ | Καφήρειᾰ |
κλητική ὦ! | Καφήρειοι | Καφήρειαι | Καφήρειᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Καφηρείω | τὼ | Καφηρείᾱ | τὼ | Καφηρείω |
γεν-δοτ | τοῖν | Καφηρείοιν | τοῖν | Καφηρείαιν | τοῖν | Καφηρείοιν |
Θηλυκό σε -ος, όπως στον Ευριπίδη (Τρωάδες, 90). Θηλυκό, ιωνικός τύπος σε -η. Το θηλυκό σε -α επικρατεί στην ελληνιστική περίοδο. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'βέβαιος' όπως «βέβαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Καφήρειος < Καφηρ(εύς) + -ειος
Επίθετο
επεξεργασίαΚαφήρειος, -α/ος, -ον
- ο σχετικός με τον Καφηρέα
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Τρῳάδες, 90 (89-91, Πρόλογος [θηλυκό σε -ος]) Μετάφραση, αναθεωρημένη έκδοση (1972) Οι Τρωαδίτισσες: Θρασύβουλος Σταύρου, 1η έκδοση (1952) @greek‑language.gr
- ἀκταὶ δὲ Μυκόνου Δήλιοί τε χοιράδες
Σκῦρός τε Λῆμνός θ᾽ αἱ Καφήρειοί τ᾽ ἄκραι
πολλῶν θανόντων σώμαθ᾽ ἕξουσιν νεκρῶν.- Της Μύκονος οι αχτές, η Σκύρο, η Λήμνο, / ο κάβος ο Καφήρειος και της Δήλος / οι βράχοι θα δεχτούν σωρούς κουφάρια.
- ἀκταὶ δὲ Μυκόνου Δήλιοί τε χοιράδες
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Τρῳάδες, 90 (89-91, Πρόλογος [θηλυκό σε -ος]) Μετάφραση, αναθεωρημένη έκδοση (1972) Οι Τρωαδίτισσες: Θρασύβουλος Σταύρου, 1η έκδοση (1952) @greek‑language.gr
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Καφηρεύς
Πηγές
επεξεργασία- Καφήρειος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.