Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Κατράκειο τα Κατράκεια
      γενική του Κατράκειου
Κατρακείου
των Κατράκειων
Κατρακείων
    αιτιατική το Κατράκειο τα Κατράκεια
     κλητική Κατράκειο Κατράκεια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κατράκειο < από το επώνυμο του τιμώμενου προσώπου Κατράκ(ης) + -ειο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaˈtɾa.ci.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐τρά‐κει‐ο

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κατράκειο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη Κατράκης

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία