Καστρισιάνικα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Καστρισιάνικα | ||
γενική | των | Καστρισιάνικων | ||
αιτιατική | τα | Καστρισιάνικα | ||
κλητική | Καστρισιάνικα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Καστρισιάνικα < το επώνυμο του πρώτου οικιστή Καστρίσιος[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.stɾiˈsça.ni.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐στρι‐σιά‐νι‐κα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαστρισιάνικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία Καστρισιάνικα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Δ. Βασιλειάδης, Ταξίδι στα Κύθηρα, στο περιοδικό Νέα Εστία, τχ. 1005 (15 Μαΐου 1969), τόμ. 85, σελ. 691