Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Καστρίσιος οι Καστρίσιοι
      γενική του Καστρίσιου των Καστρίσιων
    αιτιατική τον Καστρίσιο τους Καστρίσιους
     κλητική Καστρίσιο Καστρίσιοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος (κλίση: υπνάκος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Καστρίσιος < μεσαιωνική ελληνική καστρήσιος[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaˈstɾi.sços/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐στρί‐σιος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Καστρίσιος αρσενικό (θηλυκό Καστρίσιου)

Συγγενικά επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Εμμανουήλ Π. Καλλίγερος (2002), Κυθηραϊκά επώνυμα. Ιστορική, γεωγραφική και γλωσσική προσέγγιση, Αθήνα: Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών, σελ. 297