Κασιμάτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Κασιμάτης < μεσαιωνική ελληνική Κασσυματάς < αρχαία ελληνική κάσσυμα (υπόδημα)[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.siˈma.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐σι‐μά‐της
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κασιμάτης αρσενικό (θηλυκό Κασιμάτη)
Συγγενικά επεξεργασία
- Κασιματιάνικα (τοπωνύμιο)
Μεταγραφές επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Εμμανουήλ Π. Καλλίγερος (2002), Κυθηραϊκά επώνυμα. Ιστορική, γεωγραφική και γλωσσική προσέγγιση, Αθήνα: Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών, σελ. 297