Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Καρολίδης οι Καρολίδηδες
      γενική του Καρολίδη* των Καρολίδηδων
    αιτιατική τον Καρολίδη τους Καρολίδηδες
     κλητική Καρολίδη Καρολίδηδες
 * Και λόγια γενική ενικού Καρολίδου
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Καρολίδης < εξελληνισμένη μορφή του Καρλόγλου [< τουρκική karlı (χιονισμένος)].[1] Μορφολογικά αναλύεται σε Κάρολ(ος) + -ίδης.

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Καρολίδης αρσενικό (θηλυκό Καρολίδη ή Καρολίδου)

Δείτε επίσης επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μανόλης Τριανταφυλλίδης (1938), Νεοελληνική γραμματική. Ιστορική εισαγωγή. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Δημητρίου Δημητράκου, σελ. 111.