Καρολίδης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Καρολίδης | οι | Καρολίδηδες |
γενική | του | Καρολίδη* | των | Καρολίδηδων |
αιτιατική | τον | Καρολίδη | τους | Καρολίδηδες |
κλητική | Καρολίδη | Καρολίδηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Καρολίδου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Καρολίδης < εξελληνισμένη μορφή του Καρλόγλου [< τουρκική karlı (χιονισμένος)].[1] Μορφολογικά αναλύεται σε Κάρολ(ος) + -ίδης.
Κύριο όνομα επεξεργασία
Καρολίδης αρσενικό (θηλυκό Καρολίδη ή Καρολίδου)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Παύλος Καρολίδης (1849—1930) στη Βικιπαίδεια , έλληνας ιστορικός, καθηγητής πανεπιστημίου και πολιτικός
Μεταγραφές επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μανόλης Τριανταφυλλίδης (1938), Νεοελληνική γραμματική. Ιστορική εισαγωγή. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Δημητρίου Δημητράκου, σελ. 111.