Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Καρνιόλα
      γενική της Καρνιόλας
    αιτιατική την Καρνιόλα
     κλητική Καρνιόλα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Καρνιόλα < λατινική Carniola

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaɾˈɲo.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Καρ‐νιό‐λα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Καρνιόλα θηλυκό, μόνο στον ενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία