Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Καντακουζηνός οι Καντακουζηνοί
      γενική του Καντακουζηνού των Καντακουζηνών
    αιτιατική τον Καντακουζηνό τους Καντακουζηνούς
     κλητική Καντακουζηνέ Καντακουζηνοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Καντακουζηνός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Καντακουζηνός < Κατακουζηνός < κατά + Κουζηνᾶς (το όρος Σίπυλος έξω από τη Σμύρνη)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Καντακουζηνός αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Καντακουζηνός < Κατακουζηνός < κατά + Κουζηνᾶς (το όρος Σίπυλος έξω από τη Σμύρνη)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Καντακουζηνός αρσενικό