Δείτε επίσης: καμαρίτσα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Καμαρίτσα οι Καμαρίτσες
      γενική της Καμαρίτσας
    αιτιατική την Καμαρίτσα τις Καμαρίτσες
     κλητική Καμαρίτσα Καμαρίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Καμαρίτσα < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.maˈɾi.t͡sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐μα‐ρί‐τσα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Καμαρίτσα θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία