Δείτε επίσης: καισαριανιώτης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Καισαριανιώτης οι Καισαριανιώτες
      γενική του Καισαριανιώτη των Καισαριανιωτών
    αιτιατική τον Καισαριανιώτη τους Καισαριανιώτες
     κλητική Καισαριανιώτη Καισαριανιώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Καισαριανιώτης < Καισαριαν(ή) + -ιώτης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ce.saɾ.ʝaˈɲo.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Και‐σαρ‐ια‐νιώ‐της

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Καισαριανιώτης αρσενικό (θηλυκό Καισαριανιώτισσα)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία