Καθαροσπόρης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.θa.ɾoˈspo.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐θα‐ρο‐σπό‐ρης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Καθαροσπόρης αρσενικό (θηλυκό Καθαροσπόρη)
Καθαροσπόρης αρσενικό (θηλυκό Καθαροσπόρη)