Καζάκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaˈza.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐ζά‐κος
Ετυμολογία
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Καζάκος | οι | Καζάκοι |
γενική | του | Καζάκου | των | Καζάκων |
αιτιατική | τον | Καζάκο | τους | Καζάκους |
κλητική | Καζάκε | Καζάκοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Καζάκος < + -άκος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαζάκος αρσενικό (θηλυκό Καζάκα)
- (εθνικό όνομα) ο Καζακστανός, από το Καζακστάν
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Καζάκος
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- Καζάκος < + -άκος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαζάκος αρσενικό (θηλυκό Καζάκου)