Κίσσαβος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Κίσσαβος | ||
γενική | του | Κίσσαβου & Κισσάβου | ||
αιτιατική | τον | Κίσσαβο | ||
κλητική | Κίσσαβε | |||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κίσσαβος < (νοτιο)σλαβικής προέλευσης кишав (kišav) < ки̏ша / kȉša (βροχή) < πρωτοσλαβική *kysělъ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈci.sa.vos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κίσ‐σα‐βος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚίσσαβος αρσενικό
- άλλη μορφή του Κίσαβος, βουνό της Ελλάδας, η Όσσα
Μεταφράσεις
επεξεργασία Κίσσαβος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Κίσσαβος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚίσσαβος αρσενικό
Αναφορές
επεξεργασία- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press