Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ιωαννιδικός οι Ιωαννιδικοί
      γενική του Ιωαννιδικού των Ιωαννιδικών
    αιτιατική τον Ιωαννιδικό τους Ιωαννιδικούς
     κλητική Ιωαννιδικέ Ιωαννιδικοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ιωαννιδικός < από το επώνυμο του διοικητή του ΕΑΤ-ΕΣΑ, και μετέπειτα δικτάτορα, ταξίαρχου Δημήτριου Ιωαννίδη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Ιωαννιδικός αρσενικό (θηλυκό Ιωαννιδική ή Ιωαννιδικιά)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Αρχηγός των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων (του Αρχηγείου Ενόπλων Δυνάμεων, ΑΕΔ, που αργότερα μετονομάστηκε σε ΓΕΕΘΑ), κατά την περίοδο της δικτατορίας του Ιωαννίδη.