↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Θορεύς οἱ Θορεῖς - Θορῆς*
      γενική τοῦ Θορέως τῶν Θορέων
      δοτική τῷ Θορεῖ τοῖς Θορεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Θορέ τοὺς Θορέᾱς
     κλητική ! Θορεῦ Θορεῖς - Θορῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Θορ1 ή Θορεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  Θορέοιν
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Θορεύς < Θορ(αί) + -εύς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Θορεύς αρσενικό