Θοραί
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | αἱ | Θοραί |
γενική | τῶν | Θορῶν |
δοτική | ταῖς | Θοραῖς |
αιτιατική | τὰς | Θορᾱ́ς |
κλητική ὦ! | Θοραί | |
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Θοραί < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΘοραί θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Θορές στη Βικιπαίδεια
Πηγές
επεξεργασία- Lohmann, Hans, Thorae στο Brill’s New Pauly, Brill, 2006