Θηραϊκός
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Θηραϊκός | ἡ | Θηραϊκή | τὸ | Θηραϊκόν |
γενική | τοῦ | Θηραϊκοῦ | τῆς | Θηραϊκῆς | τοῦ | Θηραϊκοῦ |
δοτική | τῷ | Θηραϊκῷ | τῇ | Θηραϊκῇ | τῷ | Θηραϊκῷ |
αιτιατική | τὸν | Θηραϊκόν | τὴν | Θηραϊκήν | τὸ | Θηραϊκόν |
κλητική ὦ! | Θηραϊκέ | Θηραϊκή | Θηραϊκόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | Θηραϊκοί | αἱ | Θηραϊκαί | τὰ | Θηραϊκᾰ́ |
γενική | τῶν | Θηραϊκῶν | τῶν | Θηραϊκῶν | τῶν | Θηραϊκῶν |
δοτική | τοῖς | Θηραϊκοῖς | ταῖς | Θηραϊκαῖς | τοῖς | Θηραϊκοῖς |
αιτιατική | τοὺς | Θηραϊκούς | τὰς | Θηραϊκᾱ́ς | τὰ | Θηραϊκᾰ́ |
κλητική ὦ! | Θηραϊκοί | Θηραϊκαί | Θηραϊκᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Θηραϊκώ | τὼ | Θηραϊκᾱ́ | τὼ | Θηραϊκώ |
γεν-δοτ | τοῖν | Θηραϊκοῖν | τοῖν | Θηραϊκαῖν | τοῖν | Θηραϊκοῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Θηραϊκός < αρχαία ελληνική Θήρα + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
Θηραϊκός, -ή, -όν (ελληνιστική κοινή)
Πηγές επεξεργασία
- Θηραϊκός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.