Θευγενίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | *Θευγενίς | αἱ | *Θευγενίδες | ||||
γενική | τῆς | Θευγενίδος | τῶν | *Θευγενίδων | ||||
δοτική | τῇ | *Θευγενίδῐ | ταῖς | *Θευγενίσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | *Θευγενίδᾰ | τὰς | *Θευγενίδᾰς | ||||
κλητική ὦ! | *Θευγενίς* | *Θευγενίδες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | *Θευγενίδε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | *Θευγενίδοιν | ||||||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- *Θευγενίς, στον τύπο της γενικής ενικού < Θεύγενις, μορφή του Θεογενίς < αρσενικό Θεογένης. Μορφολογικά αναλύεται σε θευ- (< θεο-) + -γενίς (< γίγνομαι)
Κύριο όνομα
επεξεργασία*Θευγενίς θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) γυναικείο όνομα άλλη μορφή του Θεύγενις
- ※ 3ος αιώνας πκε Θεόκριτος Ηλακάτη (Ειδύλλιο), 12-13
- Δὶς γὰρ ματέρες ἀρνῶν μαλακοῖς ἐν βοτάνᾳ πόκοις / πέξαιντ᾽ αὐτοενεί, Θευγενίδος γ᾽ ἕννεκ᾽ ἐϋσφύρω
- Theocritus, Carmina. Recensuit Christophorus Ziegler. Tübingae, Laupp 1844, sel.166.@books.google Με σχόλιο για τον τύπο: σε κώδικες, ως Θευγένιδος ή Θευγώνιδος.
- Δὶς γὰρ ματέρες ἀρνῶν μαλακοῖς ἐν βοτάνᾳ πόκοις / πέξαιντ᾽ αὐτοενεί, Θευγενίδος γ᾽ ἕννεκ᾽ ἐϋσφύρω
- ※ 3ος αιώνας πκε Θεόκριτος Ηλακάτη (Ειδύλλιο), 12-13
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- για τον τύπο *Θευγενίς (Χρειάζεται επεξεργασία)
- Θεογενίς, Θεύγενις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.