ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική *Θευγενίς αἱ *Θευγενίδες
      γενική τῆς Θευγενίδος τῶν *Θευγενίδων
      δοτική τῇ *Θευγενίδ ταῖς *Θευγενίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν *Θευγενίδ τὰς *Θευγενίδᾰς
     κλητική ! *Θευγενίς* *Θευγενίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  *Θευγενίδε
γεν-δοτ τοῖν  *Θευγενίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
*Θευγενίς, στον τύπο της γενικής ενικού < Θεύγενις, μορφή του Θεογενίς < αρσενικό Θεογένης. Μορφολογικά αναλύεται σε θευ- (< θεο-) + -γενίς (< γίγνομαι)

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

*Θευγενίς θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία