Ζούρβα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ζούρβα | οι | Ζούρβες |
γενική | της | Ζούρβας | των | Ζουρβών |
αιτιατική | τη | Ζούρβα | τις | Ζούρβες |
κλητική | Ζούρβα | Ζούρβες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ζούρβα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈzuɾ.va/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ζούρ‐βα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΖούρβα θηλυκό