Ζιτούνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Ζιτούνι | τα | Ζιτούνια |
γενική | του | Ζιτουνίου | των | Ζιτουνίων |
αιτιατική | το | Ζιτούνι | τα | Ζιτούνια |
κλητική | Ζιτούνι | Ζιτούνια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ζιτούνι < σλαβικής προέλευσης житен (σιταρότοπος[1]) < žito / жито (σιτάρι, σιτηρά) + -yni < πρωτοσλαβική *žito (σπυρί, καλαμπόκι) + -yni < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷeHi-to-
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ziˈtu.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ζι‐τού‐νι
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΖιτούνι ουδέτερο
- ετυμολογική γραφή του Ζητούνι
- ※ Τα 1822, τον Φλεβάρη μήνα, οι Ρουμελιώτες βιάζαν τους Πελοποννήσιους να βγούνε εις την Ρούμελη να συναγωνιστούν μαζί, ότ’ ήταν πολλοί οι Tούρκοι και ήρθε και ο Δράμαλης εις το Ζιτούνι με μεγάλη δύναμη. (Ιωάννης Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα, Βιβλίο Αʹ)
Μεταφράσεις
επεξεργασία Ζιτούνι
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Γεώργιος Λεβενιώτης, «Τα γλωσσικά κατάλοιπα (οικωνύμια, τοπωνύμια, δάνεια προσηγορικά) ως ιστορική πηγή για τη μεσαιωνική σλαβική παρουσία στον ελλαδικό χώρο», црквене студије (Εκκλησιαστικές σπουδές), 15 (2018) 659.