Ζεφυριώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ze.fiɾˈʝo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ζε‐φυ‐ριώ‐της
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ζεφυριώτης αρσενικό (θηλυκό Ζεφυριώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος, δημότης, ή αυτός που κατάγεται από το Ζεφύρι
Συγγενικά επεξεργασία
- ζεφυριώτικος
- → και δείτε τη λέξη Ζεφύρι
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ζεφυριώτης
|