Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈzaɾ.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ζάρ‐κα

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

Ζάρκα < γενική ενικού του αρσενικού Ζάρκας

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ζάρκα θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Ζάρκα
      γενική των Ζάρκων
    αιτιατική τα Ζάρκα
     κλητική Ζάρκα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ζάρκα < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ζάρκα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία

Ζάρκα αρσενικό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ΦΕΚ Α 195, 31 Ιουλίου 1953 (λήψη αρχείου PDF)