Ζάρακες
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | Ζάρακες | ||
γενική | των | Ζαράκων | ||
αιτιατική | τους | Ζάρακες | ||
κλητική | Ζάρακες | |||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ζάρακες < ελληνιστική κοινή Ζάραξ• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈza.ɾa.ces/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ζά‐ρα‐κες
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΖάρακες αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
Συνώνυμα
επεξεργασία- Ζάρκα (πρώην ονομασία)