Ευκάλυπτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ευκάλυπτος | οι | Ευκάλυπτοι |
γενική | του | Ευκάλυπτου & Ευκαλύπτου |
των | Ευκάλυπτων & Ευκαλύπτων |
αιτιατική | τον | Ευκάλυπτο | τους | Ευκάλυπτους & Ευκαλύπτους |
κλητική | Ευκάλυπτε | Ευκάλυπτοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ευκάλυπτος < ευκάλυπτος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /efˈka.li.ptos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ευ‐κά‐λυ‐πτος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΕυκάλυπτος αρσενικό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Ευκάλυπτος