Ευγενίτσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ευγενίτσα | οι | Ευγενίτσες |
γενική | της | Ευγενίτσας | — | |
αιτιατική | την | Ευγενίτσα | τις | Ευγενίτσες |
κλητική | Ευγενίτσα | Ευγενίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ευγενίτσα < Ευγεν(ία) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ευγενίτσα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ευγενία
Ευγενίτσα
|