Ευβοιώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ευβοιώτης αρσενικό (θηλυκό Ευβοιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από την Εύβοια ή κατοικεί εκεί
επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ευβοιώτης
|