Δείτε επίσης: επιτάφιος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Επιτάφιος οι Επιτάφιοι
      γενική του Επιτάφιου
Επιταφίου
των Επιτάφιων
Επιταφίων
    αιτιατική τον Επιτάφιο τους Επιτάφιους
Επιταφίους
     κλητική Επιτάφιε Επιτάφιοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Επιτάφιος < μεσαιωνική ελληνική ἐπιτάφιος < αρχαία ελληνική ἐπιτάφιος < ἐπί + τάφος
 
περιφορά του Επιταφίου (1)

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Επιτάφιος αρσενικό

  1. η θρησκευτική ακολουθία που ψάλλεται τη Μεγάλη Παρασκευή
  2. το ειδικό κουβούκλιο που αναπαριστά τον τάφο του Χριστού
  3. η καθιερωμένη ονομασία του αποσπάσματος από το έργο του Θουκυδίδη το οποίο, σύμφωνα με τον συγγραφέα, περιέχει το λόγο του Περικλή για τους πρώτους νεκρούς του Πελοποννησιακού πολέμου
  4. το εκτενές ποίημα του Γιάννη Ρίτσου

  Μεταφράσεις

επεξεργασία