Επιτάφιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Επιτάφιος | οι | Επιτάφιοι |
γενική | του | Επιτάφιου & Επιταφίου |
των | Επιτάφιων & Επιταφίων |
αιτιατική | τον | Επιτάφιο | τους | Επιτάφιους & Επιταφίους |
κλητική | Επιτάφιε | Επιτάφιοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Επιτάφιος < μεσαιωνική ελληνική ἐπιτάφιος < αρχαία ελληνική ἐπιτάφιος < ἐπί + τάφος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΕπιτάφιος αρσενικό
- η θρησκευτική ακολουθία που ψάλλεται τη Μεγάλη Παρασκευή
- το ειδικό κουβούκλιο που αναπαριστά τον τάφο του Χριστού
- η καθιερωμένη ονομασία του αποσπάσματος από το έργο του Θουκυδίδη το οποίο, σύμφωνα με τον συγγραφέα, περιέχει το λόγο του Περικλή για τους πρώτους νεκρούς του Πελοποννησιακού πολέμου
- το εκτενές ποίημα του Γιάννη Ρίτσου
Μεταφράσεις
επεξεργασία Επιτάφιος
|