Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἐπιτάφιος τὸ ἐπιτάφιον οἱ, αἱ ἐπιτάφιοι τὰ ἐπιτάφια
Γενική τοῦ, τῆς ἐπιταφίου τοῦ ἐπιταφίου τῶν ἐπιταφίων τῶν ἐπιταφίων
Δοτική τῷ, τῇ ἐπιταφίῳ τῷ ἐπιταφίῳ τοῖς, ταῖς ἐπιταφίοις τοῖς ἐπιταφίοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἐπιτάφιον τὸ ἐπιτάφιον τοὺς, τὰς ἐπιταφίους τὰ ἐπιτάφια
Κλητική ἐπιτάφιε ἐπιτάφιον ἐπιτάφιοι ἐπιτάφια
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἐπιταφίω
Γενική-Δοτική ἐπιταφίοιν

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐπιτάφιος < ἐπί + τάφος

  Επίθετο επεξεργασία

ἐπιτάφιος, -ος, -ον

  • που γίνεται πάνω από τον τάφο ή δίπλα στον τάφο
    • Κύριε Θεέ μου, ἐξόδιον ὕμνον καὶ ἐπιτάφιον ᾠδήν σοι ᾄσομαι, τῷ τῇ ταφῇ σου ζωῆς μοι τὰς εἰσόδους διανοίξαντι καὶ θανάτῳ θάνατον καὶ ᾍδην θανατώσαντι. (Από την α' ωδή του Κανόνα του Μεγάλου Σαββάτου)