Ελευθεροχωρινός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.le.fθe.ɾo.xo.ɾiˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ε‐λευ‐θε‐ρο‐χω‐ρι‐νός
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- Ελευθεροχωρινός < Ελευθεροχώρ(ι) + -ινός
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ελευθεροχωρινός αρσενικό (θηλυκό Ελευθεροχωρινή)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από οικισμό με το όνομα Ελευθεροχώρι ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά επεξεργασία
- Ελευθεροχώρι
- Ελευθεροχωρινός (επώνυμο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ελευθεροχωρινός
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- Ελευθεροχωρινός < πατριδωνυμικό Ελευθεροχωρινός
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ελευθεροχωρινός αρσενικό (θηλυκό Ελευθροχωρινού)