Δείτε επίσης: ελβετίδα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ελβετίδα οι Ελβετίδες
      γενική της Ελβετίδας των Ελβετίδων
    αιτιατική την Ελβετίδα τις Ελβετίδες
     κλητική Ελβετίδα Ελβετίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ελβετίδα < Ελβετ(ός) + -ίδα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ελβετίδα θηλυκό

αυτή που κατάγεται από την Ελβετία ή έχει ελβετική υπηκοότητα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ελβετός