Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πόνημα τα πονήματα
      γενική του πονήματος των πονημάτων
    αιτιατική το πόνημα τα πονήματα
     κλητική πόνημα πονήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πόνημα < αρχαία ελληνική πόνημα < πονέομαι < πόνος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpo.ni.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πό‐νη‐μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πόνημα ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πόνημα < πονέομαι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πόνημα ουδέτερο

  • το έργο, η εργασία, το αποτέλεσμα της εργασίας (το μέλι ως πόνημα της μέλισσας, το βιβλίο ως πόνημα του συγγραφέα)