Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική οἰκοφύλαξ οἱ οἰκοφύλακες
      γενική τοῦ οἰκοφύλακος τῶν οἰκοφυλάκων
      δοτική τῷ οἰκοφύλακ τοῖς οἰκοφύλαξ(ν)
    αιτιατική τὸν οἰκοφύλακ τοὺς οἰκοφύλακᾰς
     κλητική ! οἰκοφύλαξ οἰκοφύλακες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  οἰκοφύλακε
γεν-δοτ τοῖν  οἰκοφυλάκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οἰκοφύλαξ (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική (οἶκος) οἰκο- + -φύλαξ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οἰκοφύλαξ αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία