Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μαρσιποφόρο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
μαρσιποφόρ
ο
τα
μαρσιποφόρ
α
γενική
του
μαρσιποφόρ
ου
των
μαρσιποφόρ
ων
αιτιατική
το
μαρσιποφόρ
ο
τα
μαρσιποφόρ
α
κλητική
μαρσιποφόρ
ο
μαρσιποφόρ
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μαρσιποφόρο
< ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου
μαρσιποφόρος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μαρσιποφόρο
ουδέτερο
θηλαστικό
που
φέρει
μάρσιπο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μαρσιποφόρο
αγγλικά
:
marsupial
(en)