Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λιποταξία οι λιποταξίες
      γενική της λιποταξίας των λιποταξιών
    αιτιατική τη λιποταξία τις λιποταξίες
     κλητική λιποταξία λιποταξίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιποταξία < αρχαία ελληνική λιποταξία < θέμα λιπ- από τον αόριστο β' του λείπω + τάξις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λιποταξία θηλυκό

  1. η εγκατάλειψη από στρατιώτη της μονάδας του σε καιρό ειρήνης ή την ώρα της μάχης
  2. (γενικότερα) η εγκατάλειψη ενός αγώνα, ιδίως συλλογικού


Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία