Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κινηματόγραφος οι κινηματόγραφοι
      γενική του κινηματόγραφου των κινηματόγραφων
    αιτιατική τον κινηματόγραφο τους κινηματόγραφους
     κλητική κινηματόγραφε κινηματόγραφοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κινηματόγραφος < κινηματογράφος με μετακίνηση τόνου, ένδειξη σύνθεσης[1] (Παραβάλετε με το αερόπλανο)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ci.ni.maˈto.ɣɾa.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κι‐νη‐μα‐τό‐γρα‐φος
τονικό παρώνυμο: κινηματογράφος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κινηματόγραφος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία