Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκδημοκρατισμός οι εκδημοκρατισμοί
      γενική του εκδημοκρατισμού των εκδημοκρατισμών
    αιτιατική τον εκδημοκρατισμό τους εκδημοκρατισμούς
     κλητική εκδημοκρατισμέ εκδημοκρατισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκδημοκρατισμός < (εκ-δημοκρατίζω) εκδημοκρατισ- + -μός[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εκδημοκρατισμός αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία