Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκδάσωση οι εκδασώσεις
      γενική της εκδάσωσης* των εκδασώσεων
    αιτιατική την εκδάσωση τις εκδασώσεις
     κλητική εκδάσωση εκδασώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκδασώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκδάσωση < εκ + δάσος + -ωση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εκδάσωση θηλυκό

  1. η καταστροφή του δάσους ή της χλωρίδας ενός τόπου
    H εκδάσωση, οι δασικές πυρκαγιές, η μειωμένη παραγωγικότητα του εδάφους και η διάβρωση του εδάφους απειλούν σήμερα τη χλωρίδα στο νησί. (Μαδαγασκάρη στη Βικιπαίδεια)

Συνώνυμα επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη αποψίλωση

Αντώνυμα επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη αποψίλωση

  Μεταφράσεις επεξεργασία