εγερσιμότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εγερσιμότητα < εγέρσιμ(ος) + -ότητα
Ουσιαστικό επεξεργασία
εγερσιμότητα θηλυκό
- (λόγιο) άλλη μορφή του διεγερσιμότητα
Συγγενικά επεξεργασία
- διεγερσιμότητα
- υπερδιεγερσιμότητα
- → δείτε τη λέξη εγείρω
Μεταφράσεις επεξεργασία
εγερσιμότητα
|