ανδραγάθημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
ανδραγάθημα < (ελληνιστική κοινή) ἀνδραγάθημα < αρχαία ελληνική ἀνδραγαθέω-ἀνδραγαθῶ
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανδραγάθημα ουδέτερο
- ηρωικό κατόρθωμα, επίτευξη ενός δύσκολου στόχου που απαιτεί-προϋποθέτει ανδρεία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανδραγάθημα
|