↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Δροσέλα οι Δροσέλες
      γενική της Δροσέλας
    αιτιατική τη Δροσέλα τις Δροσέλες
     κλητική Δροσέλα Δροσέλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Δροσέλα < δροσιά[1]• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ðɾoˈse.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δρο‐σέ‐λα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Δροσέλα θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Γιώργος Ζαροδήμος, Τα Οικωνύμια του Δήμου Αγράφων, Αθήνα 2021